πολύλοφος

πολύλοφος
η , ο [ος , ον ] холмистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πολύλοφος" в других словарях:

  • πολύλοφος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται BΔ της Μεσσήνης. * * * η, ο, Ν (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς λόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λόφος (πρβλ. επτά λοφος). Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»